- χριστήριον
- τὸ, Αεκκλ. φιάλη μύρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χρῑσ- τού χρίω* «αλείφω» (πρβλ. αόρ. ἔ-χρῑσ-α) + κατάλ. -τήριον*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χριστήριον — unguent neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χριστηρίοις — χριστήριον unguent neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χριστήρια — χριστήριον unguent neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)